- περιφλεγής
- -ές, Αμε φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶςμε μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι-φλεγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφλεγῆ — περιφλεγής very burning neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιφλεγής very burning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιφλεγής very burning masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλεγές — περιφλεγής very burning masc/fem voc sg περιφλεγής very burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλεγέστατον — περιφλεγής very burning masc acc superl sg περιφλεγής very burning neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλεγῶς — περιφλεγής very burning adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δα- — (Α) μόριο προθεματικό, επιτατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το προθεματικό εμφατικό δα πιθανόν να είναι τύπος τής καθημερινής γλώσσας. Ισοδυναμεί με το επίσης εμφατικό διά (πρβλ. διαλγής «αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο»), αιολ. ζα (πρβλ. ζαφλεγής «περιφλεγής,… … Dictionary of Greek